ιεροκρίτης

ιεροκρίτης
κριτής τής Ιεράς Εξετάσεως, ο ιεροεξεταστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -κρίτης (< κρίνω), πρβλ. βιβλιο-κρίτης, δικαιο-κρίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιεροκριτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιεροκρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροκρίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”